- διάρρηκτος
- ος , ον1) разбитый, сломанный; выломанный; взломанный; проломанный; 2) прорванный (о фронте)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διάρρηκτος — η, ο αυτός που έχει υποστεί διάρρηξη, παραβιασμένος … Dictionary of Greek
διαρρηκτός — ή, ό ικανός να διαρραγεί, να παραβιαστεί … Dictionary of Greek
κάψα — Όρος που χρησιμοποιείται σε διάφορες επιστήμες και έχει την έννοια της θήκης, του στερεού περιβλήματος. (Ανατ.) Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα περιβλήματα του οργανισμού, όπως των νεφρών, της καρωτίδας, της αμυγδαλής, των αρθρώσεων κ.ά.… … Dictionary of Greek
πορορραγής — ές, Ν βοτ. 1. διαρρηκτός 2. φρ. «πορορραγής κάψα» βοτ. τύπος ξηρού διαρρηκτού καρπού, κάψα που ανοίγει σε προκαθορισμένες θέσεις τού τοιχώματος τής ωοθήκης με πόρους από τους οποίους απελευθερώνονται τα σπέρματα … Dictionary of Greek
κιμιτσιφούγκα — (Cimicifuga). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Περιλαμβάνει περίπου 10 είδη υγρόφιλων ποών του βορείου ημισφαιρίου. Πρόκειται για ψηλά πολυετή φυτά με πλατιά και οδοντωτά φύλλα, κατ’ εναλλαγή, σκούρου πράσινου… … Dictionary of Greek